φιλόστοργος
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ον, (στέργω, στοργή)
A loving tenderly, affectionate, freq. of family affection, X.Cyr.1.3.2, Theoc.18.13, etc.; of a nurse, Sor.1.88; of horses, Arist.HA611a12; γένος ἀετῶν πρὸς τοὺς τρέφοντας φ. Ael.NA2.40; title of two queens named Athenais, IG22.3426.3, 3428.5; φ. εἰς ἀλλήλους Ep.Rom.12.10; περί τινα Plu. Cleom.1 (dub. constr.); φ. πρὸς τὰ τηλικαῦτα Id.2.608c: Comp., nihil -ότερον Cic.Att.13.9.1: Sup., -οτάτη διαφερόντως πρός τινα OGI 331.46 (Pergam., ii B. C.):—τὸ φ., = φιλοστοργία, X.Ages.8.1, Plu.Sol. 7; τὸ ποτὶ τὰν πατρίδα φ. Abh.Berl.Akad.1925(5).28 (Cyrene, i B. C./i A. D.). Adv. -γως Arist.HA621a29; εὐσεβῶς τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακείμενος καὶ φ. πρὸς τοὺς γονεῖς OGI229.6 (Smyrna, iii B. C.), cf. BMus.Inscr.925b12 (Branchidae, i B. C.), Plu.Fab.21; φ. ἔχειν πρός . . J.AJ4.6.8; literae φ. scriptae, Cic.Att.15.17.2: Comp. -ότερον Gp.16.21.6: Sup. -ότατα Iamb.VP7.34.