γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
και καλντιρίμι, τολιθόστρωτος δρόμος που έχει ακανόνιστες πέτρες και ανώμαλη επιφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaldirim, πιθ. αντιδάνειο (< καλή ρύμη)].