καλοθελητής

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλοθελήτρα (Μ καλοθελητής)
αυτός που θέλει το καλό κάποιου, αυτός που έχει ευνοϊκές διαθέσεις
νεοελλ.
(ειρωνικά) αυτός που δείχνει προσποιητό ενδιαφέρον για κάποιον, ενώ στην πραγματικότητα τον επιβουλεύεται, αυτός που κρυφά επιδιώκει το κακό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + θελητής.