καλοπροαίρετος
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
Greek (Liddell-Scott)
καλοπροαίρετος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλὴν ἔχων προαίρεσιν, Σπανέας στ. 230, ἐν Ἐκλογῇ μνημ. τῆς νεωτ. Ἑλλ. γλ. Μαυροφρύδου.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλοπροαίρετος, -ον)
αυτός που έχει καλή προαίρεση, τίμια πρόθεση, καλόγνωμος, καλότροπος
νεοελλ.
(για έργα, ενέργειες, εκδηλώσεις) αυτός που γίνεται από αγαθή προαίρεση («καλοπροαίρετη προσφορά»).
επίρρ...
καλοπροαίρετα
με καλή πρόθεση, με τίμια προαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + προαιροῦμαι].