προαίρεση

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

η / προαίρεσις, -έσεως, ΝΜΑ προαιροῦμαι
1. η ενδόμυχη ψυχική τάση για κάτι, επιθυμία, πρόθεση (α. «ό,τι έκανε, το έκανε από αγαθή προαίρεση» β. «ἡ κατὰ προαίρεσιν κίνησις», Αριστοτ.)
2. (στον Αριστοτ.) η απόφαση την οποία παίρνει κανείς μετά από σκέψη προκειμένου να εκτελέσει μια πράξη εξαρτώμενη από την προσωπική δύναμη και ικανότητα του καθένα, σε αντιδιαστολή προς τη βούληση η οποία ενδέχεται να αναφέρεται και σε πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνατότητές του
3. φρ. α) «κατά προαίρεση» ή «κατὰ προαίρεσιν» — σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, χωρίς καμία εξωτερική δέσμευση ή εξαναγκασμό
β) «τα κατά προαίρεση αδικήματα» — αδικήματα που διαπράττονται από κακή πρόθεση
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) η γενική κατεύθυνση της σκέψης και του θυμικού του ανθρώπου κατά την οποία το άτομο κρίνει από ηθική άποψη τόσο τις δικές του πράξεις όσο και τις πράξεις τών άλλων, δηλαδή το σύνολο τών εσωτερικών κινήτρων του ανθρώπου ή το σύνολο τών βουλητικών του προδιαθέσεων οι οποίες, χωρίς μακρά από μέρους του σκέψη, του υπαγορεύουν το πρακτέο κάθε φορά
2. φρ. «δικαίωμα προαίρεσης»
(οικον.) ευχέρεια που παρέχεται σε τρίτο πρόσωπο μέχρι να αποδεχθεί, σε ορισμένα χρονικά όρια, την προτεινόμενη συναλλαγή
αρχ.
I. ελεύθερη εκλογή πράγματος πριν από άλλον, η πράξη της εκλογής ή της απόφασης μετά από ώριμη σκέψη
2. κλίση, διάθεση
3. κίνητρο, αίτιο
4. σκοπός ή σχέδιο ενέργειας
5. αρχή βάσει της οποίας ρυθμίζεται η συμπεριφορά, η διαγωγή
6. βεβουλευμένος τρόπος ενέργειας, πολιτική
7. σύστημα διακυβέρνησης, πολίτευμα
8. κλάδος, τμήμα της κοινής, δημόσιας ζωής («πολλῶν προαιρέσεων οὐσῶν τῆς πολιτείας τὴν περὶ τὰς Ἑλληνικὰς πράξεις εἱλόμην», Δημοσθ.)
9. πολιτική μερίδα ή φατρία
10. φιλοσοφική ή μουσική σχολή
11. διοίκηση
12. χαρακτήρας
13. τρόπος ζωής
14. αφοσίωση σε κάτι
15. εκδήλωση σεβασμού
16. σπουδή, ζήλος, προθυμία
17. έκφραση γνώμης
18. άποψη
19. (για βιβλίο) νόημα
20. στον πληθ. αἱ προαιρέσεις
α) οι πολιτικές αρχές
β) οι αρχές της ηθικής
21. φρ. α) «ζῶ κατὰ προαίρεσιν» — ζω όπως επιθυμώ
β) «παρὰ τὴν προαίρεσιν» — αντίθετα με τη θέληση κάποιου
γ) «προαίρεσις πονηρίας» — το να σκέπτεται κανείς με κακία από πριν
δ) «αἱ κοιναὶ προαιρέσεις»
i) οι δημόσιες αρχές
ii) (κατ' επέκτ.) η πολιτική.