καλόγερας
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
ο
καλόγερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. ονομαστικής αντί καλόγερος
η κατάλ. -ας αντί -ος από την ονομαστική πληθ. οι καλογέροι υποχωρητικά κατά τα σχήμα οι κοράκοι - ο κόρακας].