κακώνω

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

(AM κακῶ, -όω, Μ και κακώνω)
κακός
κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον
μσν.
1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι
2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι
κρατώ κακία σε κάποιον
β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακωμένος, -η, -ον
α) κακός
β) κακοποιημένος, ταλαιπωρημένος
μσν.-αρχ.
1. βλάπτω, καταστρέφω
2. εξοργίζω, εξερεθίζω κάποιον
3. λυπούμαι, υποφέρω
αρχ.
βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κακή κατάσταση, πάσχω, υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι
2. (για τον αέρα) βλάπτω φυτό
3. παθ. κακώνομαι
ιατρ. χειροτερεύω, πάω στο χειρότερο.