καλύτερος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο.
επίρρ...
καλύτερα
1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»)
2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» — βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή μου
β) «καλύτερα το 'χω» — προτιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκριτικός βαθμός του καλός σχηματισμένος σε -ύτερος αναλογικά προς τον συγκριτικό τών επιθ. σε -ύς (πρβλ. βαθ-ύτερος, βραδ-ύτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Ν. Χατζιδάκι].