καλοπιάνω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
(Μ καλοπιάνω)
1. φέρομαι καλά, κολακεύω κάποιον, τον πιάνω με το καλό
2. προσπαθώ με ωραία και παρήγορα λόγια να εξευμενίσω κάποιον
νεοελλ.
1. πιάνω κάτι καλά, γερά, στερεά
2. (κυρίως στον αόρ. σε αρνητ. πρότ.) φρ. «δεν το καλόπιασα αυτό που είπες» — δεν το κατάλαβα καλά, δεν συνέλαβα εντελώς το νόημά του, τί ακριβώς ήθελες να πεις.