καμψόδυνος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

German (Pape)

[Seite 1319] sich unter Schmerzen krümmend, vgl. δακτυλοκαμψόδυνος.

Greek Monolingual

καμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ- του κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το οδύνη (πρβλ. επ-ώδυνος, μεγαλ-ώδυνος)].