καντηλήθρα

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

η
μικρό μεταλλικό στήριγμα για το φιτίλι του καντηλιού που με τη βοήθεια φελλού πλέει στο λάδι ή στηρίζεται στα χείλη του δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + κατάλ. -ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή του επιθήματος -θρα), πρβλ. δακτυλ-ήθρα, κολυμβ-ήθρα].