κανέλα

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

Greek Monolingual

(I)
η
εμπορική ονομασία ξύλου αμερικανικής προελεύσεως που έχει λεπτές ίνες, είναι μαλακό και χρησιμοποιείται στη λεπτουργική.———————— (II)
και κανέλλα 1. γένος φυτών της οικογένειας κανελλίδες
2. δημώδης ονομασία του τροπικού φυτού κιννάμωμον
3. ο αρωματικός φλοιός του φυτού κιννάμωμο που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό
4. φρ. «από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα» — γι' αυτούς που λεν ασυναρτησίες, άσχετα μεταξύ τους πράγματα, αβάσιμα επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. cann-ella, υποκορ. του λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].