κάππαρη
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek Monolingual
η (AM κάππαρις, -εως, Α και κάπαρις, Μ και κάππαρη, Α ιων. γεν. -ιος)
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας καππαρίδες, της τάξης καππαρώδη
2. οι διατηρημένοι σε άλμη ή ξίδι ανθοφόροι οφθαλμοί του ομώνυμου φυτού, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].