κάππαρη

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

η (AM κάππαρις, -εως, Α και κάπαρις, Μ και κάππαρη, Α ιων. γεν. -ιος)
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας καππαρίδες, της τάξης καππαρώδη
2. οι διατηρημένοι σε άλμη ή ξίδι ανθοφόροι οφθαλμοί του ομώνυμου φυτού, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].