κάρηαρ

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1327] als nom. zu καρήατος angenommen, nach B. A. 1386 bei Antimach., s. κάρα.)

French (Bailly abrégé)

καρήατος (τὸ) ; dat. καρήατι, pl. καρήατα;
v. κάρα.

Greek Monolingual

κάρηαρ, τὸ (Α)
(υποθ. τ. ονομαστικής τών επικ. τ. καρήατος -ήατι, -ήατα) κεφαλή.