καρπολογώ

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

(Α καρπολογῶ, -έω) καρπολόγος
συγκομίζω καρπούς
νεοελλ.
1. (σχετικά με ωφέλεια) απολαμβάνω
2. συλλέγω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον τρύγο, επικαρπολογώ.