καρπολόγος
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
(parox.), ον,
A gathering fruit, Polyaen.3.10.9.
II title of magistrates at Thasos, BCH45.147 (iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1328] Früchte sammelnd, lesend, der Ernter, Polyaen. 3, 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
καρπολόγος: -ον, ὁ συγκομίζων ἢ συνάγων καρπόν, Πολύαιν. 3. 10, 9.
Greek Monolingual
-ο (Α καρπολόγος, -ον) αυτός που συλλέγει καρπούς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο καρπολόγος
γεωργικό εργαλείο με το οποίο συλλέγονται οι καρποί τών ψηλών δένδρων
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ καρπολόγος
τίτλος άρχοντος στη Θάσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. ηθολόγος, συμφεροντολόγος.