καρπολόγος

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπολόγος Medium diacritics: καρπολόγος Low diacritics: καρπολόγος Capitals: ΚΑΡΠΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: karpológos Transliteration B: karpologos Transliteration C: karpologos Beta Code: karpolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον,
A gathering fruit, Polyaen.3.10.9.
II title of magistrates at Thasos, BCH45.147 (iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1328] Früchte sammelnd, lesend, der Ernter, Polyaen. 3, 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

καρπολόγος: -ον, ὁ συγκομίζων ἢ συνάγων καρπόν, Πολύαιν. 3. 10, 9.

Greek Monolingual

-ο (Α καρπολόγος, -ον) αυτός που συλλέγει καρπούς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο καρπολόγος
γεωργικό εργαλείο με το οποίο συλλέγονται οι καρποί τών ψηλών δένδρων
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.καρπολόγος
τίτλος άρχοντος στη Θάσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. ηθολόγος, συμφεροντολόγος.