καταδουλίζω
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
= foreg., IG9(1).119 (Elatea):— but usu. Med.,
A -ίζομαι GDI1701.7, al. (Delph.): aor. καταδουλίξασθαι IG9(1).42 (Stiris).
Greek Monolingual
καταδουλίζω (Α)
καταδουλεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -ίζω].