ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
καταμασῶ (Μ)
εξετάζω επανειλημμένα, λέω και ξαναλέω, συζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μασῶ (πρβλ. ανα-μασώ με τη σημ. «επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια»)].