καταξηραίνω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξηραίνω Medium diacritics: καταξηραίνω Low diacritics: καταξηραίνω Capitals: ΚΑΤΑΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: kataxēraínō Transliteration B: kataxērainō Transliteration C: kataksiraino Beta Code: katachrai/nw

English (LSJ)

   A dry up, Arist.GA772a12; θάλατταν LXXJo.2.10:— Pass., Pl.Ti.76a, Arist.Mete.340b1.

German (Pape)

[Seite 1367] ausdörren, austrocknen; Plat. Tim. 75 e; Arist. Meteorl. 1, 3; κατεξηράνθαι S. Emp. adv. astrol. 62.

Greek (Liddell-Scott)

καταξηραίνω: ἐντελῶς ξηραίνω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 30.- Παθ., Πλάτ. Τίμ. 76Α, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 18· κατεξηράνθαι Θεόφρ. κατεξηραμμένου τοῦ σώματος ὁ αὐτ.

Spanish

producir sequía

Greek Monolingual

και καταξεραίνω (AM καταξηραίνω)
καθιστώ κάτι εντελώς ξηρό.