καταπόνηση
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
η (Α καταπόνησις) καταπονώ
υπερβολική κούραση, εξάντληση, εξασθένηση λόγω υπερβολικού κόπου, κατανάλωση δυνάμεων
νεοελλ.
(φυσ.-τεχνολ.) κατάσταση ενός υλικού ή ενός τεχνικού συστήματος η οποία χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο φυσικών μεγεθών (μηχανικών, θερμικών, ηλεκτρικών, μαγνητικών κ.ά.), τα οποία, αν υπερβούν ορισμένες οριακές τιμές, επιφέρουν την καταστροφή του αντίστοιχου υλικού ή συστήματος.