κατάρβυλος

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρβῠλος Medium diacritics: κατάρβυλος Low diacritics: κατάρβυλος Capitals: ΚΑΤΑΡΒΥΛΟΣ
Transliteration A: katárbylos Transliteration B: katarbylos Transliteration C: katarvylos Beta Code: kata/rbulos

English (LSJ)

ον, (ἀρβύλη)

   A reaching down to the shoes, Χλαῖναι S.Fr. 622:—also καθάρβυλος, Χλανίς Hsch.

German (Pape)

[Seite 1374] bis auf die Schuhe herabreichend, χλαῖνα Soph. frg. 559.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρβῠλος: -ον, (ἀρβύλη), ἐξικνούμενος, καθήκων ἢ φθάνων μέχρι τῶν ἀρβυλῶν (πεδίλων), ποδήρης, χλαῖνα Σοφ. Ἀποσπ. 559˙ «ὥστε καὶ ἐπὶ τὰς ἀρβύλας χαλᾶσθαι» ἔτι καὶ καθάρβυλος, Ἡσύχ., πρβλ. ποδήρης.

Greek Monolingual

κατάρβυλος και καθάρβυλος, -ον (Α)
αυτός που φτάνει μέχρι τα πέδιλα («χλαῑνα κατάρβυλος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρβύλη «υπόδημα που φθάνει μέχρι τους αστραγάλους»].