καταρρακώνω
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
(AM καταρρακῶ, -όω)
μεταβάλλω σε ράκη, καταξεσκίζω, κατακουρελιάζω
νεοελλ.
κάνω κάποιον ηθικό ράκος, εξευτελίζω, ταπεινώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥακῶ «κουρελιάζω» (< ῥάκος)].