καταρριζώ
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
καταρριζῶ, -όω (Α)
1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά
2. στερεώνω
3. παθ. καταρριζοῡμαι, -όομαι
α) αποκτώ ρίζες
β) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης»).