κατάτμηση
From LSJ
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
Greek Monolingual
η
1. διαίρεση σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακερματισμός, κατακομμάτιασμα
2. διαχωρισμός, κατανομή
3. γεωλ. το φαινόμενο του διαχωρισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων σε κομμάτια με σχεδόν κανονικό σχήμα υπό την επίδραση εξωτερικών κυρίως παραγόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατέμνω. Η λ., στον λόγιο τ. κατάτμησις, μαρτυρείται από το 1881 στον Γεώργιο Αντωνόπουλο].