κατεργαριά

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

η κατεργάρης
1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα του κατεργάρη, δολιότητα, πανουργία, πονηριά
2. η πράξη του κατεργάρη, απάτη, δόλος («με κατεργαριές θέλει να σού φάει την περιουσία»).