κατοίησις

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A self-conceit, Plu.2.1119b (pl.).

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, Einbildung von sich, neben μεγαλαυχία Plut. adv. Col. 21.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίησις: -εως, ἡ, οἴησις, ἀλαζονικὴ γνώμη ἥν τις περὶ ἑαυτοῦ ἔχει, Πλούτ. 2. 1119Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
présomption, orgueil.
Étymologie: κατά, οἴομαι.

Greek Monolingual

κατοίησις, ἡ (Α) κατοίομαι
υπεροψία, έπαρση.