Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Full diacritics: κεδρίον | Medium diacritics: κεδρίον | Low diacritics: κεδρίον | Capitals: ΚΕΔΡΙΟΝ |
Transliteration A: kedríon | Transliteration B: kedrion | Transliteration C: kedrion | Beta Code: kedri/on |
τό, as etym. of κιτρίον, Phan.Hist.35; Lat.
A cedrium, = κεδρία, Vitr.2.9.13, Plin.HN16.52; κέδριον, with v.l. κέδρινον, Hp. Nat.Mul.32.
κεδρίον, τὸ (Α)
κέδρος
1. (στον ιστορικό Φανία) ως ετυμολογία του κιτρίον
2. κεδρία.