τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
[Seite 1430] τά (ion. = κεῖα), nach Hesych. καθάρματα.
κήϊα: «καθάρματα» Ἡσύχ.
κήϊα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «καθάρματα».