κήρυξη

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

η (ΑΜ κήρυξις) κηρύσσω
η ανακοίνωση με κήρυκα, δημόσια γνωστοποίηση («ἠγωνίσατο... κήρυκι πρὸς πάντα τὰ κηρύξεως δεόμενα», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
φρ. «κήρυξη πολέμου» — επίσημη ανακοίνωση ενός κράτους σε άλλο για έναρξη πολέμου εναντίον του
μσν.-αρχ.
κήρυγμα.