κίσηρη
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
η (Α κίσηρις, -ήρεως και -ήριδος και κίσηλις)
ελαφρός σπογγοειδής ή διάτρητος λίθος, ελαφρόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].