κλεπτέλεγχος
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
ον,
A convicting a thief, λίθος κ. a stone that had magic powers for this purpose, Aët.2.32.
German (Pape)
[Seite 1448] den Dieb überführend, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κλεπτέλεγχος: -ον, ὁ ἐλέγχων τινὰ ὡς κλέπτοντα, ἀποδεικνύων ὡς τοιοῦτον, λίθος κλ., ἔχων μαγικὴν δύναμιν πρὸς τοῦτο, Διοσκ. 5. 161· οὕτω κλ. βρῶμα Ψελλ.
Greek Monolingual
κλεπτέλεγχος, -ον (AM)
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κλεπτέλεγχος
είδος θεοκρισίας, κατά την οποία ο δοκιμαζόμενος έτρωγε τον άρτο της Μ. Πέμπτης δίνοντας συγχρόνως κατάρα στον εαυτόν του να τον τιμωρήσει αμέσως ο θεός, εάν είχε πει ψέμματα
2. (κατ' επέκτ.) ο άρτος που έτρωγε ο δοκιμαζόμενος («κλεπτέλεγχον βρῶμα»)
αρχ.
αυτός που αποκαλύπτει κλέφτη («κλεπτέλεγχος λίθος» — λίθος με μαγική δύναμη να αποκαλύπτει κλέφτη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + ἔλεγχος.