κλειτύς
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ύος, ἡ, acc. pl.
A κλειτῦς Il.16.390: (κλίνω):—slope, hillside, Il.l.c., Od.5.470; Παρνησίαν ὑπὲρ κλειτύν S.Ant.1145 (lyr.), cf. Limen.2; Τιρυνθίαν πρὸς κ. S.Tr.271, etc.; τὰ ἐγ Κλειτύϊ (placename) IG12(5).1076.38 (Ceos, iv/iii B.C.). [ῡ in acc. κλειτύν Od. l.c., elsewh. ῠ S.Tr.l.c., etc.: freq. written κλι- in codd., but κλει- in IG and Limen.Il.cc., cf. Hdn.Gr.2.416.]
Greek Monolingual
η (Α κλειτύς και κλιτύς, -ύος)
κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας].