κνηκοσυμμιγής Search Google

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

ές, Dor. κνᾱκ-,

   A mixed with κνῆκος, Philox.3.19.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκοσυμμιγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ κνήκου, Φιλόξεν. 3. 20.

Greek Monolingual

κνηκοσυμμιγής, -ές (Α)
ο αναμεμιγμένος με κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + συμ-μιγής.