οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Full diacritics: κνημίδιον | Medium diacritics: κνημίδιον | Low diacritics: κνημίδιον | Capitals: ΚΝΗΜΙΔΙΟΝ |
Transliteration A: knēmídion | Transliteration B: knēmidion | Transliteration C: knimidion | Beta Code: knhmi/dion |
τό, dub.sens.inIG22.1641.52 (pl.); κ. χαλκᾶ ib.1648.18.
κνημίδιον, τὸ (Α)
πιθ. βραχιόλι που έβαζαν στην κνήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].