κλεπτίδης

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτίδης Medium diacritics: κλεπτίδης Low diacritics: κλεπτίδης Capitals: ΚΛΕΠΤΙΔΗΣ
Transliteration A: kleptídēs Transliteration B: kleptidēs Transliteration C: kleptidis Beta Code: klepti/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, Com.Patronym.of κλέπτης,

   A Son of a Thief, Pherecr.219.

German (Pape)

[Seite 1448] ὁ, komisches Patronymikum zum Vorigen, Diebessohn, Pherecrat. bei Poll. 8, 34.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτίδης: -ου, ὁ κωμικ. πατρώνυμ. τοῦ κλέπτης, υἱὸς κλέπτου, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 79, πρβλ. κλωπίδης.

Greek Monolingual

κλεπτίδης, ὁ (Α)
(κωμικό πατρών. του κλέπτης) ο γιος του κλέφτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + κατάλ. -ίδης, δηλωτική της καταγωγής (πρβλ. λαγωίδης, τυδε-ΐδης)].