Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
το κοιμίζω
1. το να κοιμάται ή να κοιμίζεται κάποιος, η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα
2. μτφ. ξεγέλασμα κάποιου, η δόλια εξαπάτηση, το κορόιδεμα, η παραπλάνηση.