κοκκύτης

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

και κοκίτης, ο
ιατρ. οξεία και εξαιρετικά μεταδοτική νόσος του αναπνευστικού συστήματος, η οποία, στην τυπική της μορφή, χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς βήχα που συνοδεύονται από παρατεταμένη εισπνοή —εισπνευστικό συριγμό— και τελειώνουν με την αποβολή διαυγούς κολλώδους βλέννας και, συχνά, με έμετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ «κραυγή του κούκου». Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].