κολοβόχειρ
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
κολοβόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἠκρωτηριασμένος τὴν χεῖρα, Ἑβδ. (Λευ. ΚΑ΄, 17).
κολοβόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (AM)
αυτός που έχει κολοβό χέρι ή χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + χείρ (πρβλ. αριστερό-χειρ, καρτερό-χειρ)].