κολεασμός
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
ὁ,
A sheathing, Id.:—also κολε-αρχος· κακόσχολον ὄνομα, Id. κολεῖν· ἐλθεῖν, Id.
Greek Monolingual
κολεασμός, ὁ (Α) κολεάζω
(κατά τον Ησύχ.) η τοποθέτηση σε θήκη.