Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
[Seite 1472] in die Scheide stecken, stoßen, Hesych., der auch das subst. κολεασμός anführt.
κολεάζω: βάλλω εἰς τὴν θήκην, κολεασμός, ὁ, τὸ ἐμβάλλειν εἰς τὴν θήκην, Ἡσύχ.
κολεάζω (Α) κολεός
(κατά τον Ησύχ.) βάζω στον κολεό, βάζω στο θηκάρι.