κοινωνώ

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

-άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)
έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τον κοινώνησε»)
2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη, θεία κοινωνία, μεταλαβαίνω («νηστεύει, γιατί θα κοινωνήσει»)
μσν.
1. δίνω μερίδιο ενός πράγματος, προσφέρω
2. μέσ. κοινωνοῡμαι, -έομαι
μεταλαβαίνω
μσν.-αρχ.
συνουσιάζομαι
αρχ.
1. έχω μερίδιο
2. έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον
3. συγκατανεύω, συμφωνώ με κάποιον
4. συγκοινωνώ, συνάπτομαι, συνδέομαι
5. αποτελώ κοινότητα
6. δίνω μερίδιο
7. παθ. ενώνομαι με κάτι, συνενώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινών, -ῶνος, παρ. του κοινός.