κιλό
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
Greek Monolingual
το
1. μονάδα βάρους τών σωμάτων που ισοδυναμεί με χίλια γραμμάρια, το χιλιόγραμμο
2. το βάρος (α. «πόσα κιλά έχει;» — πόσο ζυγίζει;
β. «πρέπει να χάσει πολλά κιλά ακόμη» — πρέπει να αδυνατίσει)
3. φρ. «με το κιλό» — σε μεγάλη ποσότητα, με το σωρό («είπε πάλι ψέματα με το κιλό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. kilo (συντετμημένος τ. του kilogramme «χιλιόγραμμο» < χίλιοι.