κιλό

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

το
1. μονάδα βάρους τών σωμάτων που ισοδυναμεί με χίλια γραμμάρια, το χιλιόγραμμο
2. το βάρος (α. «πόσα κιλά έχει;» — πόσο ζυγίζει;
β. «πρέπει να χάσει πολλά κιλά ακόμη» — πρέπει να αδυνατίσει)
3. φρ. «με το κιλό» — σε μεγάλη ποσότητα, με το σωρό («είπε πάλι ψέματα με το κιλό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. kilo (συντετμημένος τ. του kilogramme «χιλιόγραμμο» < χίλιοι.