κιλό
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
Greek Monolingual
το
1. μονάδα βάρους τών σωμάτων που ισοδυναμεί με χίλια γραμμάρια, το χιλιόγραμμο
2. το βάρος (α. «πόσα κιλά έχει;» — πόσο ζυγίζει;
β. «πρέπει να χάσει πολλά κιλά ακόμη» — πρέπει να αδυνατίσει)
3. φρ. «με το κιλό» — σε μεγάλη ποσότητα, με το σωρό («είπε πάλι ψέματα με το κιλό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. kilo (συντετμημένος τ. του kilogramme «χιλιόγραμμο» < χίλιοι.