χιλιόγραμμο
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
το, Ν
1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους του Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό
2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο»
μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας του Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα ομογενούς σώματος ομοιόμορφης διατομής, του οποίου η μάζα είναι 1 χιλιόγραμμο και το μήκος 1 μέτρο, αλλ. χιλιογραμμόμετρο
β) «χιλιόγραμμο ανά τετραγωνικό μέτρο»
μετρολ. μονάδα επιφανειακής μάζας του Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg/m2, ισοδύναμη με την επιφανειακή μάζα ομογενούς σώματος ομοιόμορφου πάχους, του οποίου η μάζα είναι 1 χιλιόγραμμο και το εμβαδόν 1 τετραγωνικό μέτρο
γ) «χιλιόγραμμο ανά κυβικό μέτρο»
μετρολ. μονάδα χωρικής μάζας ή πυκνότητας του Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg/m3, ισοδύναμη με τη χωρική μάζα ομογενούς σώματος του οποίου η μάζα είναι 1 χιλιόγραμμο και ο όγκος 1 κυβικό μέτρο
δ) «χιλιόγραμμο βάρους»
(παλαιότερα) μονάδα δυνάμεως, με σύμβολο kgp ή kp, που σήμερα έχει περιπέσει σε αχρηστία, μολονότι επιβιώνει ως πρακτικό μέτρο ζύγισης με την κοινή ονομασία κιλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilogram < kilo- (< χίλιοι, βλ. λ. χιλιο-) + -gram (< γράμμα). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιόγραμμον, μαρτυρείται από το 1801 στον Δ. Π. Γοβδελά].