ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Full diacritics: κορεστός | Medium diacritics: κορεστός | Low diacritics: κορεστός | Capitals: ΚΟΡΕΣΤΟΣ |
Transliteration A: korestós | Transliteration B: korestos | Transliteration C: korestos | Beta Code: koresto/s |
ή, όν,
A sated; to be sated, Gloss.
κορεστός: -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.
κορεστός, -ή, -όν (Α) κορέννυμι
αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό.