διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
τοκόρακας μικρός στην ηλικία, μικρό κοράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -πουλο (< λατ. pullus), πρβλ. κοτό-πουλο, πριγκιπό-πουλο].