κουνέλι
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
το
κοινή ονομασία λαγόμορφου θηλαστικού της οικογένειας leporidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. coniglio
κατ' άλλη άποψη, ο τ. κουνέλι < μσν. κουνέλιον, υποκορ. του κούνελος < κούνεκλος < κούνικλος < λατ. cuniculus].