κρεῖος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Full diacritics: κρεῖος | Medium diacritics: κρεῖος | Low diacritics: κρείος | Capitals: ΚΡΕΙΟΣ |
Transliteration A: kreîos | Transliteration B: kreios | Transliteration C: kreios | Beta Code: krei=os |
ὁ,
A v. κριός 111, VII. κρείουσα, ἡ, v. κρείων.
κρεῖος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κριὸς ΙΙΙ, IV.
κρεῑος, ὁ (Α)
(αντί κριός)
1. είδος δίθυρου μαλακοστράκου
2. ποικιλία ρεβιθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κριός].