κορώνω
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
1. κάνω κάτι διάπυρο, πυρακτώνω
2. εξερεθίζω, φλογίζω («το κρασί μέ κόρωσε»)
3. πυρακτώνομαι, φλέγομαι
4. γίνομαι κατακόκκινος από θυμό, εξοργίζομαι
5. (για πάθος) φτάνω σε μεγάλη ένταση, εξάπτομαι («εκόρωσε το πείσμα του»)
6. (για χώρο) γεμίζω κάπνα
7. φρ. «άναψε και κόρωσε» — οργίστηκε πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρος (Ι) «κορεσμός»].