κορώνω

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι διάπυρο, πυρακτώνω
2. εξερεθίζω, φλογίζω («το κρασί μέ κόρωσε»)
3. πυρακτώνομαι, φλέγομαι
4. γίνομαι κατακόκκινος από θυμό, εξοργίζομαι
5. (για πάθος) φτάνω σε μεγάλη ένταση, εξάπτομαι («εκόρωσε το πείσμα του»)
6. (για χώρο) γεμίζω κάπνα
7. φρ. «άναψε και κόρωσε» — οργίστηκε πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρος (Ι) «κορεσμός»].