κρανιολόγος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

Greek Monolingual

ο, η
ο ειδικός στην κρανιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniologue < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logue (< -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του 'Αγγελου Βλάχου].